Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατεπάλληλος
κατεπάλμενος
κατεπαμύνω
κατέπαρσις
κατεπείγω
κατέπειξις
κατεπεμβαίνω
κατέπεφνον
κατεπιγάστριος
κατεπιδείκνυμαι
κατεπιδέω
κατεπίθεσις
κατεπιθύμιος
κατεπίθυμος
κατεπίκειμαι
κατεπικύπτω
κατεπιορκέω
κατεπίσταμαι
κατεπιτηδεύω
κατεπιφύω
κατεπιχειρέω
View word page
κατεπιδέω
κατεπι-δέω,
A). bandage afresh, Gal. 18(2).387 .


ShortDef

bandage afresh

Debugging

Headword:
κατεπιδέω
Headword (normalized):
κατεπιδέω
Headword (normalized/stripped):
κατεπιδεω
IDX:
55796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55797
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατεπι-δέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bandage afresh</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(2).387 </span>.</div> </div><br><br>'}