Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατεπᾴδω
κατεπαίρομαι
κατεπάλληλος
κατεπάλμενος
κατεπαμύνω
κατέπαρσις
κατεπείγω
κατέπειξις
κατεπεμβαίνω
κατέπεφνον
κατεπιγάστριος
κατεπιδείκνυμαι
κατεπιδέω
κατεπίθεσις
κατεπιθύμιος
κατεπίθυμος
κατεπίκειμαι
κατεπικύπτω
κατεπιορκέω
κατεπίσταμαι
κατεπιτηδεύω
View word page
κατεπιγάστριος
κατεπι-γάστριος, ον,
A). abdominal, μύες Gal. 7.199 .


ShortDef

abdominal

Debugging

Headword:
κατεπιγάστριος
Headword (normalized):
κατεπιγάστριος
Headword (normalized/stripped):
κατεπιγαστριος
IDX:
55794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55795
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατεπι-γάστριος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">abdominal</span>, <span class="quote greek">μύες</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 7.199 </span> .</div> </div><br><br>'}