Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατεπαγγελία
κατεπαγγέλλομαι
κατεπάγω
κατεπᾴδω
κατεπαίρομαι
κατεπάλληλος
κατεπάλμενος
κατεπαμύνω
κατέπαρσις
κατεπείγω
κατέπειξις
κατεπεμβαίνω
κατέπεφνον
κατεπιγάστριος
κατεπιδείκνυμαι
κατεπιδέω
κατεπίθεσις
κατεπιθύμιος
κατεπίθυμος
κατεπίκειμαι
κατεπικύπτω
View word page
κατέπειξις
κατέπ-ειξις
,
εως
,
ἡ
,
A).
bustling, hurrying,
Stoic.
3.98
.
ShortDef
bustling, hurrying
Debugging
Headword:
κατέπειξις
Headword (normalized):
κατέπειξις
Headword (normalized/stripped):
κατεπειξις
IDX:
55791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55792
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατέπ-ειξις</span>, <span class="orth greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bustling, hurrying,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stoic.</span> 3.98 </span>.</div> </div><br><br>'}