Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατεξευμαρίζω
κατεξουσία
κατεξουσιάζω
κατεπαγγελία
κατεπαγγέλλομαι
κατεπάγω
κατεπᾴδω
κατεπαίρομαι
κατεπάλληλος
κατεπάλμενος
κατεπαμύνω
κατέπαρσις
κατεπείγω
κατέπειξις
κατεπεμβαίνω
κατέπεφνον
κατεπιγάστριος
κατεπιδείκνυμαι
κατεπιδέω
κατεπίθεσις
κατεπιθύμιος
View word page
κατεπαμύνω
κατεπ-ᾰμύνω, strengthd.for ἐπαμύνω, c.acc., Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατεπαμύνω
Headword (normalized):
κατεπαμύνω
Headword (normalized/stripped):
κατεπαμυνω
IDX:
55788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55789
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατεπ-ᾰμύνω</span>, strengthd.for <span class="foreign greek">ἐπαμύνω</span>, c.acc., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}