Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατεξεράω
κατεξετάζω
κατεξευμαρίζω
κατεξουσία
κατεξουσιάζω
κατεπαγγελία
κατεπαγγέλλομαι
κατεπάγω
κατεπᾴδω
κατεπαίρομαι
κατεπάλληλος
κατεπάλμενος
κατεπαμύνω
κατέπαρσις
κατεπείγω
κατέπειξις
κατεπεμβαίνω
κατέπεφνον
κατεπιγάστριος
κατεπιδείκνυμαι
κατεπιδέω
View word page
κατεπάλληλος
κατεπ-άλληλος, ον,
A). = ἐπάλληλος, κίνησις dub.l. in Sch. A.R. 3.1018 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατεπάλληλος
Headword (normalized):
κατεπάλληλος
Headword (normalized/stripped):
κατεπαλληλος
IDX:
55786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55787
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατεπ-άλληλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἐπάλληλος, κίνησις</span> dub.l. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:3:1018" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:3.1018/canonical-url/">Sch. <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.R.</span> 3.1018 </a>.</div> </div><br><br>'}