Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατένωπα
κατεξαγιάζω
κατεξανάστασις
κατεξαναστατικός
κατεξανίσταμαι
κατεξεράω
κατεξετάζω
κατεξευμαρίζω
κατεξουσία
κατεξουσιάζω
κατεπαγγελία
κατεπαγγέλλομαι
κατεπάγω
κατεπᾴδω
κατεπαίρομαι
κατεπάλληλος
κατεπάλμενος
κατεπαμύνω
κατέπαρσις
κατεπείγω
κατέπειξις
View word page
κατεπαγγελία
κατεπ-αγγελία, ,
A). promise, Gloss.


ShortDef

promise

Debugging

Headword:
κατεπαγγελία
Headword (normalized):
κατεπαγγελία
Headword (normalized/stripped):
κατεπαγγελια
IDX:
55781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55782
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατεπ-αγγελία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">promise,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}