Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατεντευκτής
κατεντρυφάω
κατεντυγχάνω
κατένωπα
κατεξαγιάζω
κατεξανάστασις
κατεξαναστατικός
κατεξανίσταμαι
κατεξεράω
κατεξετάζω
κατεξευμαρίζω
κατεξουσία
κατεξουσιάζω
κατεπαγγελία
κατεπαγγέλλομαι
κατεπάγω
κατεπᾴδω
κατεπαίρομαι
κατεπάλληλος
κατεπάλμενος
κατεπαμύνω
View word page
κατεξευμαρίζω
κατεξ-ευμᾰρίζω, strengthd. for ἐξευμαρίζω, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατεξευμαρίζω
Headword (normalized):
κατεξευμαρίζω
Headword (normalized/stripped):
κατεξευμαριζω
IDX:
55778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55779
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατεξ-ευμᾰρίζω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">ἐξευμαρίζω</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}