Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατενεχυρασία
κατενεχυρασμός
κατενήνοθεν
κατενιαύσιος
κατενισχύω
κατεντείνομαι
κατεντευκτής
κατεντρυφάω
κατεντυγχάνω
κατένωπα
κατεξαγιάζω
κατεξανάστασις
κατεξαναστατικός
κατεξανίσταμαι
κατεξεράω
κατεξετάζω
κατεξευμαρίζω
κατεξουσία
κατεξουσιάζω
κατεπαγγελία
κατεπαγγέλλομαι
View word page
κατεξαγιάζω
κατεξᾰγιάζω,
A). assay, Arch.Anz. 38 / 39.154 ( Pass.).


ShortDef

assay

Debugging

Headword:
κατεξαγιάζω
Headword (normalized):
κατεξαγιάζω
Headword (normalized/stripped):
κατεξαγιαζω
IDX:
55772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55773
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατεξᾰγιάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">assay,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Arch.Anz.</span> 38 </span>/<span class="bibl"> 39.154 </span> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}