Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατεναντιόω
κατεναρίζω
κατένασσε
κατένεξις
κατενεχυράζω
κατενεχυρασία
κατενεχυρασμός
κατενήνοθεν
κατενιαύσιος
κατενισχύω
κατεντείνομαι
κατεντευκτής
κατεντρυφάω
κατεντυγχάνω
κατένωπα
κατεξαγιάζω
κατεξανάστασις
κατεξαναστατικός
κατεξανίσταμαι
κατεξεράω
κατεξετάζω
View word page
κατεντείνομαι
κατεν-τείνομαι, strengthd. for ἐντείνομαι, M.Ant. 4.3 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατεντείνομαι
Headword (normalized):
κατεντείνομαι
Headword (normalized/stripped):
κατεντεινομαι
IDX:
55767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55768
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατεν-τείνομαι</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">ἐντείνομαι</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0562.tlg001:4:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0562.tlg001:4.3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">M.Ant.</span> 4.3 </a>.</div><br><br>'}