Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατελαύνω
κατελέγχω
κατελεέω
κατελίσσω
κατελπίζω
κατελπισμός
κατεμβλέπω
κατεμέω
κατεμματέω
κατεμπάζω
κατέμπαρσις
κατεμπείρω
κατεμπορεύομαι
κατεμφορέομαι
κατεναίρομαι
κατέναντα
κατεναντίον
κατεναντιόω
κατεναρίζω
κατένασσε
κατένεξις
View word page
κατέμπαρσις
κατέμπαρσις,
A). v. κατέπαρσις .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατέμπαρσις
Headword (normalized):
κατέμπαρσις
Headword (normalized/stripped):
κατεμπαρσις
IDX:
55750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55751
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατέμπαρσις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κατέπαρσις</span> .</div> </div><br><br>'}