Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατεισαγωγεύς
κατεισαγωγή
κατεισέρχομαι
κατεκλύω
κατέκταθεν
κατεκτός
κατέλαιος
κατελαύνω
κατελέγχω
κατελεέω
κατελίσσω
κατελπίζω
κατελπισμός
κατεμβλέπω
κατεμέω
κατεμματέω
κατεμπάζω
κατέμπαρσις
κατεμπείρω
κατεμπορεύομαι
κατεμφορέομαι
View word page
κατελίσσω
κατελίσσω,
A). v. καθελίσσω . κατέλκω, Ion. for καθέλκω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατελίσσω
Headword (normalized):
κατελίσσω
Headword (normalized/stripped):
κατελισσω
IDX:
55743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55744
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατελίσσω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">καθελίσσω</span> . <span class="orth greek">κατέλκω</span>, Ion. for <span class="foreign greek">καθέλκω</span>.</div> </div><br><br>'}