Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατείρα
κατειργαθόμην
κατείργω
κατειρωνεύομαι
κατεισάγω
κατεισαγωγεύς
κατεισαγωγή
κατεισέρχομαι
κατεκλύω
κατέκταθεν
κατεκτός
κατέλαιος
κατελαύνω
κατελέγχω
κατελεέω
κατελίσσω
κατελπίζω
κατελπισμός
κατεμβλέπω
κατεμέω
κατεμματέω
View word page
κατεκτός
κατεκτός, Adv.
A). outside, c. gen., τοῦ σώματος Corp.Herm. 2.8 .


ShortDef

outside

Debugging

Headword:
κατεκτός
Headword (normalized):
κατεκτός
Headword (normalized/stripped):
κατεκτος
IDX:
55738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55739
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατεκτός</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">outside</span>, c. gen., <span class="quote greek">τοῦ σώματος</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Corp.Herm.</span> 2.8 </span> .</div> </div><br><br>'}