Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατεῖπον
κατείρα
κατειργαθόμην
κατείργω
κατειρωνεύομαι
κατεισάγω
κατεισαγωγεύς
κατεισαγωγή
κατεισέρχομαι
κατεκλύω
κατέκταθεν
κατεκτός
κατέλαιος
κατελαύνω
κατελέγχω
κατελεέω
κατελίσσω
κατελπίζω
κατελπισμός
κατεμβλέπω
κατεμέω
View word page
κατέκταθεν
κατέκτᾰθεν
, Aeol. and Ep. 3 pl. aor. 1 Pass. of
κατακτείνω
(q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατέκταθεν
Headword (normalized):
κατέκταθεν
Headword (normalized/stripped):
κατεκταθεν
IDX:
55737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55738
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατέκτᾰθεν</span>, Aeol. and Ep. 3 pl. aor. 1 Pass. of <span class="foreign greek">κατακτείνω</span> (q.v.).</div><br><br>'}