Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατειλωτισμένος
κάτειμι
κατεῖναι
κατείνυον
κατεῖπον
κατείρα
κατειργαθόμην
κατείργω
κατειρωνεύομαι
κατεισάγω
κατεισαγωγεύς
κατεισαγωγή
κατεισέρχομαι
κατεκλύω
κατέκταθεν
κατεκτός
κατέλαιος
κατελαύνω
κατελέγχω
κατελεέω
κατελίσσω
View word page
κατεισαγωγεύς
κατεις-ᾰγωγεύς
,
έως
,
ὁ
,
A).
magistrate's clerk,
POxy.
2154.7
(iv A.D.).
ShortDef
magistrate's clerk
Debugging
Headword:
κατεισαγωγεύς
Headword (normalized):
κατεισαγωγεύς
Headword (normalized/stripped):
κατεισαγωγευς
IDX:
55733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55734
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατεις-ᾰγωγεύς</span>, <span class="itype greek">έως</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">magistrate\'s clerk,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">POxy.</span> 2154.7 </span> (iv A.D.).</div> </div><br><br>'}