Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατειλητέον
κατείλια
κατειλίσσω
κατειλυσπάομαι
κατειλύω
κατειλωτισμένος
κάτειμι
κατεῖναι
κατείνυον
κατεῖπον
κατείρα
κατειργαθόμην
κατείργω
κατειρωνεύομαι
κατεισάγω
κατεισαγωγεύς
κατεισαγωγή
κατεισέρχομαι
κατεκλύω
κατέκταθεν
κατεκτός
View word page
κατείρα
κατείρα· ἀσπίς, πέλτη, Hsch. (fort. καιτρέα).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατείρα
Headword (normalized):
κατείρα
Headword (normalized/stripped):
κατειρα
IDX:
55728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55729
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατείρα·</span> <span class="foreign greek">ἀσπίς, πέλτη</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (fort. <span class="foreign greek">καιτρέα</span>).</div><br><br>'}