Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατεικής
κατεικονίζω
κατειλάδα
κατειλέω
κατείλησις
κατειλητέον
κατείλια
κατειλίσσω
κατειλυσπάομαι
κατειλύω
κατειλωτισμένος
κάτειμι
κατεῖναι
κατείνυον
κατεῖπον
κατείρα
κατειργαθόμην
κατείργω
κατειρωνεύομαι
κατεισάγω
κατεισαγωγεύς
View word page
κατειλωτισμένος
κατειλωτισμένος,(Εἵλωτες)
A). reduced to serfdom, Suid.


ShortDef

reduced to serfdom

Debugging

Headword:
κατειλωτισμένος
Headword (normalized):
κατειλωτισμένος
Headword (normalized/stripped):
κατειλωτισμενος
IDX:
55723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55724
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατειλωτισμένος</span>,(<span class="etym greek">Εἵλωτες</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">reduced to serfdom</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}