Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατείβω
κατεῖδον
κατείδωλος
κατεικάζω
κατεικής
κατεικονίζω
κατειλάδα
κατειλέω
κατείλησις
κατειλητέον
κατείλια
κατειλίσσω
κατειλυσπάομαι
κατειλύω
κατειλωτισμένος
κάτειμι
κατεῖναι
κατείνυον
κατεῖπον
κατείρα
κατειργαθόμην
View word page
κατείλια
κατείλια (fort.-είλεα)· τὰ ἐσώτερα οἰκήματα (Erythr.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατείλια
Headword (normalized):
κατείλια
Headword (normalized/stripped):
κατειλια
IDX:
55719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55720
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατείλια</span> (fort.-<span class="itype greek">είλεα</span>)<span class="foreign greek">· τὰ ἐσώτερα οἰκήματα</span> (Erythr.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}