Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατέδω
κατεζητημένως
κατεηγώς
κατεθίζω
κατείβω
κατεῖδον
κατείδωλος
κατεικάζω
κατεικής
κατεικονίζω
κατειλάδα
κατειλέω
κατείλησις
κατειλητέον
κατείλια
κατειλίσσω
κατειλυσπάομαι
κατειλύω
κατειλωτισμένος
κάτειμι
κατεῖναι
View word page
κατειλάδα
κατειλάδα· ἡμέραν χειμερινήν, Hsch.; cf. κατουλάς.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατειλάδα
Headword (normalized):
κατειλάδα
Headword (normalized/stripped):
κατειλαδα
IDX:
55715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55716
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατειλάδα·</span> <span class="foreign greek">ἡμέραν χειμερινήν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">κατουλάς</span>.</div><br><br>'}