Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατεγχλιδάω
κατεδαφίζω
κατέδω
κατεζητημένως
κατεηγώς
κατεθίζω
κατείβω
κατεῖδον
κατείδωλος
κατεικάζω
κατεικής
κατεικονίζω
κατειλάδα
κατειλέω
κατείλησις
κατειλητέον
κατείλια
κατειλίσσω
κατειλυσπάομαι
κατειλύω
κατειλωτισμένος
View word page
κατεικής
κατεικής, ές,
A). = ἐπιεικής , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατεικής
Headword (normalized):
κατεικής
Headword (normalized/stripped):
κατεικης
IDX:
55713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55714
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατεικής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἐπιεικής</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}