Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατέγκειμαι
κατέγκλημα
κατεγκονέω
κατεγκρατεύομαι
κατεγνυπωμένως
κατεγχειρέω
κατεγχλιδάω
κατεδαφίζω
κατέδω
κατεζητημένως
κατεηγώς
κατεθίζω
κατείβω
κατεῖδον
κατείδωλος
κατεικάζω
κατεικής
κατεικονίζω
κατειλάδα
κατειλέω
κατείλησις
View word page
κατεηγώς
κατεηγώς, Ion. pf. 2 part. of κατάγνυμι, for κατεαγώς.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατεηγώς
Headword (normalized):
κατεηγώς
Headword (normalized/stripped):
κατεηγως
IDX:
55707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55708
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατεηγώς</span>, Ion. pf. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg051:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg051:2/canonical-url/"> 2 </a> part. of <span class="foreign greek">κατάγνυμι</span>, for <span class="foreign greek">κατεαγώς</span>.</div><br><br>'}