Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατεβλακευμένως
κατεγγυάω
κατεγγυεύω
κατεγγύη
κατεγγύησις
κατεγγυητικά
κάτεγγυς
κατέγκειμαι
κατέγκλημα
κατεγκονέω
κατεγκρατεύομαι
κατεγνυπωμένως
κατεγχειρέω
κατεγχλιδάω
κατεδαφίζω
κατέδω
κατεζητημένως
κατεηγώς
κατεθίζω
κατείβω
κατεῖδον
View word page
κατεγκρατεύομαι
κατεγ-κρᾰτεύομαι
, strengthd. for
ἐγκρατ
-, c. acc.,
Suid.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατεγκρατεύομαι
Headword (normalized):
κατεγκρατεύομαι
Headword (normalized/stripped):
κατεγκρατευομαι
IDX:
55700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55701
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατεγ-κρᾰτεύομαι</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">ἐγκρατ</span>-, c. acc., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}