Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατεάσσω
κατεβλακευμένως
κατεγγυάω
κατεγγυεύω
κατεγγύη
κατεγγύησις
κατεγγυητικά
κάτεγγυς
κατέγκειμαι
κατέγκλημα
κατεγκονέω
κατεγκρατεύομαι
κατεγνυπωμένως
κατεγχειρέω
κατεγχλιδάω
κατεδαφίζω
κατέδω
κατεζητημένως
κατεηγώς
κατεθίζω
κατείβω
View word page
κατεγκονέω
κατεγ-κονέω
,
A).
to be in great haste
,
Hsch.
ShortDef
to be in great haste
Debugging
Headword:
κατεγκονέω
Headword (normalized):
κατεγκονέω
Headword (normalized/stripped):
κατεγκονεω
IDX:
55699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55700
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατεγ-κονέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be in great haste</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}