Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατέαγα
κατέαγμα
κατεακτέος
κατέαξις
κατεάσσω
κατεβλακευμένως
κατεγγυάω
κατεγγυεύω
κατεγγύη
κατεγγύησις
κατεγγυητικά
κάτεγγυς
κατέγκειμαι
κατέγκλημα
κατεγκονέω
κατεγκρατεύομαι
κατεγνυπωμένως
κατεγχειρέω
κατεγχλιδάω
κατεδαφίζω
κατέδω
View word page
κατεγγυητικά
κατεγγῠ-ητικά, ῶν, τά,
A). betrothal, Gloss.


ShortDef

betrothal

Debugging

Headword:
κατεγγυητικά
Headword (normalized):
κατεγγυητικά
Headword (normalized/stripped):
κατεγγυητικα
IDX:
55695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55696
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατεγγῠ-ητικά</span>, <span class="itype greek">ῶν</span>, <span class="gen greek">τά</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">betrothal,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}