Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταψοφέω
καταψυκτικός
κατάψυξις
κατάψυχος
καταψυχραίνω
κατάψυχρος
καταψύχω
κατέαγα
κατέαγμα
κατεακτέος
κατέαξις
κατεάσσω
κατεβλακευμένως
κατεγγυάω
κατεγγυεύω
κατεγγύη
κατεγγύησις
κατεγγυητικά
κάτεγγυς
κατέγκειμαι
κατέγκλημα
View word page
κατέαξις
κατ-έαξις, εως, , =
A). confractio, ib.


ShortDef

confractio

Debugging

Headword:
κατέαξις
Headword (normalized):
κατέαξις
Headword (normalized/stripped):
κατεαξις
IDX:
55688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55689
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατ-έαξις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">confractio</span>, ib.</div> </div><br><br>'}