Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταψίω
καταψοφέω
καταψυκτικός
κατάψυξις
κατάψυχος
καταψυχραίνω
κατάψυχρος
καταψύχω
κατέαγα
κατέαγμα
κατεακτέος
κατέαξις
κατεάσσω
κατεβλακευμένως
κατεγγυάω
κατεγγυεύω
κατεγγύη
κατεγγύησις
κατεγγυητικά
κάτεγγυς
κατέγκειμαι
View word page
κατεακτέος
κατ-εακτέος, α, ον, =
A). perfringendus, ib.


ShortDef

perfringendus

Debugging

Headword:
κατεακτέος
Headword (normalized):
κατεακτέος
Headword (normalized/stripped):
κατεακτεος
IDX:
55687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55688
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατ-εακτέος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">perfringendus</span>, ib.</div> </div><br><br>'}