Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταψηφίζομαι
καταψήφισις
καταψηφιστέον
καταψήχω
καταψιθυρίζω
καταψιλόω
καταψίω
καταψοφέω
καταψυκτικός
κατάψυξις
κατάψυχος
καταψυχραίνω
κατάψυχρος
καταψύχω
κατέαγα
κατέαγμα
κατεακτέος
κατέαξις
κατεάσσω
κατεβλακευμένως
κατεγγυάω
View word page
κατάψυχος
κατά-ψῡχος, ον, =
A). opacus, Gloss.


ShortDef

opacus

Debugging

Headword:
κατάψυχος
Headword (normalized):
κατάψυχος
Headword (normalized/stripped):
καταψυχος
IDX:
55681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55682
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατά-ψῡχος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">opacus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}