Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταψεύστης
καταψέφω
καταψηλαφάω
κατάψησις
καταψηφίζομαι
καταψήφισις
καταψηφιστέον
καταψήχω
καταψιθυρίζω
καταψιλόω
καταψίω
καταψοφέω
καταψυκτικός
κατάψυξις
κατάψυχος
καταψυχραίνω
κατάψυχρος
καταψύχω
κατέαγα
κατέαγμα
κατεακτέος
View word page
καταψίω
καταψίω
,
A).
crush, grind small,
EM
818.35
.
ShortDef
crush, grind small
Debugging
Headword:
καταψίω
Headword (normalized):
καταψίω
Headword (normalized/stripped):
καταψιω
IDX:
55677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55678
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταψίω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">crush, grind small,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 818.35 </span>.</div> </div><br><br>'}