Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταψεκάζω
καταψελλίζομαι
καταψεύδομαι
καταψευδομαρτυρέω
κατάψευσις
κατάψευσμα
καταψευσμός
καταψεύστης
καταψέφω
καταψηλαφάω
κατάψησις
καταψηφίζομαι
καταψήφισις
καταψηφιστέον
καταψήχω
καταψιθυρίζω
καταψιλόω
καταψίω
καταψοφέω
καταψυκτικός
κατάψυξις
View word page
κατάψησις
κατάψησις
, Dor.
κατά-ᾱσις
,
εως
,
ἡ
,
A).
raking over
,
BCH
23.566
(Delph., iii B.C.).
ShortDef
raking over
Debugging
Headword:
κατάψησις
Headword (normalized):
κατάψησις
Headword (normalized/stripped):
καταψησις
IDX:
55670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55671
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάψησις</span>, Dor. <span class="orth greek">κατά-ᾱσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">raking over</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BCH</span> 23.566 </span> (Delph., iii B.C.).</div> </div><br><br>'}