Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάψασις
καταψάω
καταψεκάζω
καταψελλίζομαι
καταψεύδομαι
καταψευδομαρτυρέω
κατάψευσις
κατάψευσμα
καταψευσμός
καταψεύστης
καταψέφω
καταψηλαφάω
κατάψησις
καταψηφίζομαι
καταψήφισις
καταψηφιστέον
καταψήχω
καταψιθυρίζω
καταψιλόω
καταψίω
καταψοφέω
View word page
καταψέφω
καταψέφω,
A). = κατασκοτίζω , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταψέφω
Headword (normalized):
καταψέφω
Headword (normalized/stripped):
καταψεφω
IDX:
55668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55669
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταψέφω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κατασκοτίζω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}