Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταψάλλω
κατάψασις
καταψάω
καταψεκάζω
καταψελλίζομαι
καταψεύδομαι
καταψευδομαρτυρέω
κατάψευσις
κατάψευσμα
καταψευσμός
καταψεύστης
καταψέφω
καταψηλαφάω
κατάψησις
καταψηφίζομαι
καταψήφισις
καταψηφιστέον
καταψήχω
καταψιθυρίζω
καταψιλόω
καταψίω
View word page
καταψεύστης
κατα-ψεύστης, ου, , =
A). commentor, Gloss.


ShortDef

commentor

Debugging

Headword:
καταψεύστης
Headword (normalized):
καταψεύστης
Headword (normalized/stripped):
καταψευστης
IDX:
55667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55668
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατα-ψεύστης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">commentor,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}