Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταχωνεύω
καταχώννυμι
καταχωρέω
καταχωρίζω
καταχωρισμός
καταχωριστέον
κατάχωσις
καταψαίρουσι
καταψακάζω
καταψάλλω
κατάψασις
καταψάω
καταψεκάζω
καταψελλίζομαι
καταψεύδομαι
καταψευδομαρτυρέω
κατάψευσις
κατάψευσμα
καταψευσμός
καταψεύστης
καταψέφω
View word page
κατάψασις
κατάψᾱσις,
A). v. κατάψησις .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατάψασις
Headword (normalized):
κατάψασις
Headword (normalized/stripped):
καταψασις
IDX:
55658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55659
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάψᾱσις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κατάψησις</span> .</div> </div><br><br>'}