Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταχρηματίζω
καταχρηματισμός
κατάχρησις
καταχρηστέον
καταχρηστικός
κατάχρισις
κατάχρισμα
καταχριστέον
κατάχριστος
καταχρίω
κατάχρους
κατάχρυσος
καταχρυσόω
καταχρώννυμι
κατάχρωσις
καταχύδην
καταχύννω
κατάχυσις
κατάχυσμα
καταχυσμάτιον
καταχυτήρια
View word page
κατάχρους
κατάχρους, ουν,
A). = εὔχρους, ἔριφος IG 12(1).892 (Netteia, dub., cf. Arch.f.Relig. 19.285 ).


ShortDef

well-colored, healthy looking

Debugging

Headword:
κατάχρους
Headword (normalized):
κατάχρους
Headword (normalized/stripped):
καταχρους
IDX:
55633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55634
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάχρους</span>, <span class="itype greek">ουν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">εὔχρους, ἔριφος</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 12(1).892 </span> (Netteia, dub., cf. <span class="tr" style="font-weight: bold;">Arch.f.Relig.</span> <span class="bibl"> 19.285 </span>).</div> </div><br><br>'}