Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταχορεύω
καταχορηγέω
καταχόρηον
καταχραίνω
καταχράομαι
καταχορχρέομαι
καταχρειόομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρεος
καταχρηματίζω
καταχρηματισμός
κατάχρησις
καταχρηστέον
καταχρηστικός
κατάχρισις
κατάχρισμα
καταχριστέον
κατάχριστος
καταχρίω
κατάχρους
κατάχρυσος
View word page
καταχρηματισμός
καταχρηματ-ισμός
,
ὁ
,
A).
deed, instrument
dealing with property, ib.
237iv7
(ii A.D.),
PFlor.
381.11
(ii A.D.).
ShortDef
deed, instrument
Debugging
Headword:
καταχρηματισμός
Headword (normalized):
καταχρηματισμός
Headword (normalized/stripped):
καταχρηματισμος
IDX:
55624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55625
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταχρηματ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">deed, instrument</span> dealing with property, ib.<span class="bibl"> 237iv7 </span> (ii A.D.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PFlor.</span> 381.11 </span> (ii A.D.).</div> </div><br><br>'}