Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταχορδέω
καταχόρειον
καταχόρευσις
καταχορεύω
καταχορηγέω
καταχόρηον
καταχραίνω
καταχράομαι
καταχορχρέομαι
καταχρειόομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρεος
καταχρηματίζω
καταχρηματισμός
κατάχρησις
καταχρηστέον
καταχρηστικός
κατάχρισις
κατάχρισμα
καταχριστέον
κατάχριστος
View word page
καταχρέμπτομαι
καταχρέμπτομαι,
A). spit upon, τινος Ar. Pax 815 .


ShortDef

to spit upon

Debugging

Headword:
καταχρέμπτομαι
Headword (normalized):
καταχρέμπτομαι
Headword (normalized/stripped):
καταχρεμπτομαι
IDX:
55621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55622
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταχρέμπτομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">spit upon</span>, <span class="itype greek">τινος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg005.perseus-grc1:815" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg005.perseus-grc1:815/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pax</span> 815 </a>.</div> </div><br><br>'}