Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταχορδεύω
καταχορδέω
καταχόρειον
καταχόρευσις
καταχορεύω
καταχορηγέω
καταχόρηον
καταχραίνω
καταχράομαι
καταχορχρέομαι
καταχρειόομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρεος
καταχρηματίζω
καταχρηματισμός
κατάχρησις
καταχρηστέον
καταχρηστικός
κατάχρισις
κατάχρισμα
καταχριστέον
View word page
καταχρειόομαι
κατ-αχρειόομαι, Pass.,
A). to be ill-treated, κατηχρειωμένη AP 9.203 (Phot.or Leo).


ShortDef

to be ill-treated

Debugging

Headword:
καταχρειόομαι
Headword (normalized):
καταχρειόομαι
Headword (normalized/stripped):
καταχρειοομαι
IDX:
55620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55621
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατ-αχρειόομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be ill-treated</span>, <span class="quote greek">κατηχρειωμένη</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 9.203 </span> (Phot.or Leo).</div> </div><br><br>'}