Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταχλυόομαι
κατάχολος
καταχορδεύω
καταχορδέω
καταχόρειον
καταχόρευσις
καταχορεύω
καταχορηγέω
καταχόρηον
καταχραίνω
καταχράομαι
καταχορχρέομαι
καταχρειόομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρεος
καταχρηματίζω
καταχρηματισμός
κατάχρησις
καταχρηστέον
καταχρηστικός
κατάχρισις
View word page
καταχράομαι
καταχράομαι, Delph.


ShortDef

to make full use of, apply; to finish off, execute

Debugging

Headword:
καταχράομαι
Headword (normalized):
καταχράομαι
Headword (normalized/stripped):
καταχραομαι
IDX:
55618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55619
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταχράομαι</span>, Delph.</div><br><br>'}