Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταχλιδάω
καταχλοάζομαι
καταχλυόομαι
κατάχολος
καταχορδεύω
καταχορδέω
καταχόρειον
καταχόρευσις
καταχορεύω
καταχορηγέω
καταχόρηον
καταχραίνω
καταχράομαι
καταχορχρέομαι
καταχρειόομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρεος
καταχρηματίζω
καταχρηματισμός
κατάχρησις
καταχρηστέον
View word page
καταχόρηον
καταχόρηον,
A). v. καταχόρειον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταχόρηον
Headword (normalized):
καταχόρηον
Headword (normalized/stripped):
καταχορηον
IDX:
55616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55617
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταχόρηον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">καταχόρειον</span> .</div> </div><br><br>'}