Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταχλαινόω
καταχλευάζω
καταχλευαστικός
καταχλιαστέον
καταχλιδάω
καταχλοάζομαι
καταχλυόομαι
κατάχολος
καταχορδεύω
καταχορδέω
καταχόρειον
καταχόρευσις
καταχορεύω
καταχορηγέω
καταχόρηον
καταχραίνω
καταχράομαι
καταχορχρέομαι
καταχρειόομαι
καταχρέμπτομαι
κατάχρεος
View word page
καταχόρειον
καταχόρ-ειον, τό, = sq., μέρος τὸ λεγόμενον -ηον (sic) Demetr.Lac. Herc. 1014.53 F.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταχόρειον
Headword (normalized):
καταχόρειον
Headword (normalized/stripped):
καταχορειον
IDX:
55612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55613
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταχόρ-ειον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = sq., <span class="foreign greek">μέρος τὸ λεγόμενον -ηον</span> (sic) <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Demetr.Lac.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Herc.</span> 1014.53 </span> F.</div><br><br>'}