Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταχιονίζω
καταχλαινόω
καταχλευάζω
καταχλευαστικός
καταχλιαστέον
καταχλιδάω
καταχλοάζομαι
καταχλυόομαι
κατάχολος
καταχορδεύω
καταχορδέω
καταχόρειον
καταχόρευσις
καταχορεύω
καταχορηγέω
καταχόρηον
καταχραίνω
καταχράομαι
καταχορχρέομαι
καταχρειόομαι
καταχρέμπτομαι
View word page
καταχορδέω
καταχορδ-έω, = foreg., Ael. Fr. 280 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταχορδέω
Headword (normalized):
καταχορδέω
Headword (normalized/stripped):
καταχορδεω
IDX:
55611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55612
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταχορδ-έω</span>, = foreg., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0545.tlg004:280" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0545.tlg004:280/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ael.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 280 </a>.</div><br><br>'}