Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταχθονίζω
καταχθόνιος
κατάχθονος
καταχιονίζω
καταχλαινόω
καταχλευάζω
καταχλευαστικός
καταχλιαστέον
καταχλιδάω
καταχλοάζομαι
καταχλυόομαι
κατάχολος
καταχορδεύω
καταχορδέω
καταχόρειον
καταχόρευσις
καταχορεύω
καταχορηγέω
καταχόρηον
καταχραίνω
καταχράομαι
View word page
καταχλυόομαι
κατ-αχλῠόομαι,
A). to be dimmed, Cerc. 4.21 .


ShortDef

to be dimmed

Debugging

Headword:
καταχλυόομαι
Headword (normalized):
καταχλυόομαι
Headword (normalized/stripped):
καταχλυοομαι
IDX:
55608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55609
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατ-αχλῠόομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be dimmed</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1250.tlg001:4:21" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1250.tlg001:4.21/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cerc.</span> 4.21 </a>.</div> </div><br><br>'}