Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταχής
καταχθέω
καταχθής
καταχθίζομαι
καταχθονίζω
καταχθόνιος
κατάχθονος
καταχιονίζω
καταχλαινόω
καταχλευάζω
καταχλευαστικός
καταχλιαστέον
καταχλιδάω
καταχλοάζομαι
καταχλυόομαι
κατάχολος
καταχορδεύω
καταχορδέω
καταχόρειον
καταχόρευσις
καταχορεύω
View word page
καταχλευαστικός
καταχλευ-αστικός, , όν,
A). derisive, Poll. 6.200 . Adv.-κῶς v.l. ibid.


ShortDef

derisive

Debugging

Headword:
καταχλευαστικός
Headword (normalized):
καταχλευαστικός
Headword (normalized/stripped):
καταχλευαστικος
IDX:
55604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55605
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταχλευ-αστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">derisive</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:6:200" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:6.200/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 6.200 </a>. Adv.-<span class="foreign greek">κῶς</span> v.l. ibid.</div> </div><br><br>'}