Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταχήνη
καταχηρεύω
καταχής
καταχθέω
καταχθής
καταχθίζομαι
καταχθονίζω
καταχθόνιος
κατάχθονος
καταχιονίζω
καταχλαινόω
καταχλευάζω
καταχλευαστικός
καταχλιαστέον
καταχλιδάω
καταχλοάζομαι
καταχλυόομαι
κατάχολος
καταχορδεύω
καταχορδέω
καταχόρειον
View word page
καταχλαινόω
καταχλαινόω,
A). clothe with a χλαῖνα, Anon. ap. Suid.


ShortDef

clothe with a χλαῖνα

Debugging

Headword:
καταχλαινόω
Headword (normalized):
καταχλαινόω
Headword (normalized/stripped):
καταχλαινοω
IDX:
55602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55603
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταχλαινόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">clothe with a</span> <span class="foreign greek">χλαῖνα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Anon.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}