Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταχεύω
καταχέω
καταχήνη
καταχηρεύω
καταχής
καταχθέω
καταχθής
καταχθίζομαι
καταχθονίζω
καταχθόνιος
κατάχθονος
καταχιονίζω
καταχλαινόω
καταχλευάζω
καταχλευαστικός
καταχλιαστέον
καταχλιδάω
καταχλοάζομαι
καταχλυόομαι
κατάχολος
καταχορδεύω
View word page
κατάχθονος
κατάχθον-ος· ὁ λιπαρός, ὁ τρόφιμος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατάχθονος
Headword (normalized):
κατάχθονος
Headword (normalized/stripped):
καταχθονος
IDX:
55600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55601
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάχθον-ος·</span> <span class="foreign greek">ὁ λιπαρός, ὁ τρόφιμος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}