Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταχειροτονέω
καταχειροτονία
καταχεύω
καταχέω
καταχήνη
καταχηρεύω
καταχής
καταχθέω
καταχθής
καταχθίζομαι
καταχθονίζω
καταχθόνιος
κατάχθονος
καταχιονίζω
καταχλαινόω
καταχλευάζω
καταχλευαστικός
καταχλιαστέον
καταχλιδάω
καταχλοάζομαι
καταχλυόομαι
View word page
καταχθονίζω
καταχθον-ίζω,
A). devote to the infernal gods, Tab. Defix.ap.Herwerden Lex.Suppletoriums.h.v.


ShortDef

devote to the infernal gods

Debugging

Headword:
καταχθονίζω
Headword (normalized):
καταχθονίζω
Headword (normalized/stripped):
καταχθονιζω
IDX:
55598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55599
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταχθον-ίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">devote to the infernal gods, Tab. Defix.</span>ap.Herwerden <span class="title" style="font-style: italic;">Lex.Suppletoriums.</span>h.v.</div> </div><br><br>'}