Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταχειρόομαι
καταχειροτονέω
καταχειροτονία
καταχεύω
καταχέω
καταχήνη
καταχηρεύω
καταχής
καταχθέω
καταχθής
καταχθίζομαι
καταχθονίζω
καταχθόνιος
κατάχθονος
καταχιονίζω
καταχλαινόω
καταχλευάζω
καταχλευαστικός
καταχλιαστέον
καταχλιδάω
καταχλοάζομαι
View word page
καταχθίζομαι
κατ-αχθίζομαι,
A). to be hateful, Hsch.


ShortDef

to be hateful

Debugging

Headword:
καταχθίζομαι
Headword (normalized):
καταχθίζομαι
Headword (normalized/stripped):
καταχθιζομαι
IDX:
55597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55598
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατ-αχθίζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be hateful</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}