Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταχαλκόω
καταχαράσσω
καταχαρίζομαι
κατάχαρμα
καταχάσκω
καταχασμάομαι
καταχάσμησις
καταχέζω
καταχειρίζομαι
καταχείριος
καταχειρόομαι
καταχειροτονέω
καταχειροτονία
καταχεύω
καταχέω
καταχήνη
καταχηρεύω
καταχής
καταχθέω
καταχθής
καταχθίζομαι
View word page
καταχειρόομαι
καταχειρ-όομαι,
A). subject to oneself, conquer, Hsch.


ShortDef

subject to oneself, conquer

Debugging

Headword:
καταχειρόομαι
Headword (normalized):
καταχειρόομαι
Headword (normalized/stripped):
καταχειροομαι
IDX:
55587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55588
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταχειρ-όομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">subject to oneself, conquer</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}