Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάχαλκος
καταχαλκόω
καταχαράσσω
καταχαρίζομαι
κατάχαρμα
καταχάσκω
καταχασμάομαι
καταχάσμησις
καταχέζω
καταχειρίζομαι
καταχείριος
καταχειρόομαι
καταχειροτονέω
καταχειροτονία
καταχεύω
καταχέω
καταχήνη
καταχηρεύω
καταχής
καταχθέω
καταχθής
View word page
καταχείριος
καταχείρ-ιος, ον,
A). fitting the hand, ἐρετμός A.R. 1.1189 .


ShortDef

fitting the hand

Debugging

Headword:
καταχείριος
Headword (normalized):
καταχείριος
Headword (normalized/stripped):
καταχειριος
IDX:
55586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55587
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταχείρ-ιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fitting the hand</span>, <span class="quote greek">ἐρετμός</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:1:1189" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:1.1189/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.R.</span> 1.1189 </a> .</div> </div><br><br>'}