Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταχαλαζάω
καταχλάω
καταχαλκεύω
κατάχαλκος
καταχαλκόω
καταχαράσσω
καταχαρίζομαι
κατάχαρμα
καταχάσκω
καταχασμάομαι
καταχάσμησις
καταχέζω
καταχειρίζομαι
καταχείριος
καταχειρόομαι
καταχειροτονέω
καταχειροτονία
καταχεύω
καταχέω
καταχήνη
καταχηρεύω
View word page
καταχάσμησις
καταχάσμ-ησις, εως, ,
A). gloss on καταχήνη , Hsch., Phot.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταχάσμησις
Headword (normalized):
καταχάσμησις
Headword (normalized/stripped):
καταχασμησις
IDX:
55583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55584
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταχάσμ-ησις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">καταχήνη</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> </div> </div><br><br>'}