Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταφωτισμός
καταχαίρω
καταχαλαζάω
καταχλάω
καταχαλκεύω
κατάχαλκος
καταχαλκόω
καταχαράσσω
καταχαρίζομαι
κατάχαρμα
καταχάσκω
καταχασμάομαι
καταχάσμησις
καταχέζω
καταχειρίζομαι
καταχείριος
καταχειρόομαι
καταχειροτονέω
καταχειροτονία
καταχεύω
καταχέω
View word page
καταχάσκω
καταχάσκω, aor. 1 -έχηνα,
A). gape, jeer at, Hsch.


ShortDef

gape, jeer at

Debugging

Headword:
καταχάσκω
Headword (normalized):
καταχάσκω
Headword (normalized/stripped):
καταχασκω
IDX:
55581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55582
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταχάσκω</span>, aor. 1 -<span class="itype greek">έχηνα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">gape, jeer at</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}