Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταφωτίζω
καταφωτισμός
καταχαίρω
καταχαλαζάω
καταχλάω
καταχαλκεύω
κατάχαλκος
καταχαλκόω
καταχαράσσω
καταχαρίζομαι
κατάχαρμα
καταχάσκω
καταχασμάομαι
καταχάσμησις
καταχέζω
καταχειρίζομαι
καταχείριος
καταχειρόομαι
καταχειροτονέω
καταχειροτονία
καταχεύω
View word page
κατάχαρμα
κατάχαρμα, ατος, τό,
A). mockery, ἐχθροῖς Thgn. 1107 .


ShortDef

a mockery

Debugging

Headword:
κατάχαρμα
Headword (normalized):
κατάχαρμα
Headword (normalized/stripped):
καταχαρμα
IDX:
55580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-55581
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάχαρμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mockery</span>, <span class="quote greek">ἐχθροῖς</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thgn.</span> 1107 </span> .</div> </div><br><br>'}